II. ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΗΣ ΟΣΤΡΙΑΣ
Ήτανε ένα ήσυχο βράδυ του χειμώνα του 1983. Είχα πάει τη συνηθισμένη μου επίσκεψη στο φιλόξενο σπίτι του φίλου μου του Νίκου. Καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και κουβεντιάζαμε τσιμπολογώντας το μεζεδάκι που είχε βγάλει η γυναίκα του, η συμπαθέστατη και καλοκάγαθη κυρα-Παναγιώτα, πίνοντας το κρασάκι από το βαρέλι που ο Νίκος είχε μόλις ανοίξει.
Όλα πήγαιναν με την κανονική ροή τους και τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για όσα ακολούθησαν. Αφού περάσαμε καμιά ώρα κουβεντιάζοντας και φιλονικώντας ως συνήθως για διάφορα δυσνόητα φιλοσοφικά θέματα, ο Νίκος, που είναι μεγαλύτερός μου αρκετά χρόνια, με ύφος μυστήριο και συνωμοτικό, σκύβει σε μια στιγμή κατά το μέρος μου και σιγανά-τάχατες για να μην ακούσει η Παναγιώτα- μου κάνει:
- Για έλα όξω μια στιγμή να σου πω κάτι.
- Γιατί, είναι τόσο σοβαρό μυστικό;
- Έλα όξω που σου λέω και θα καταλάβεις, επιμένει εκείνος.
Μην μπορώντας να κάνω κι αλλιώς, τον ακολούθησα στην εμπακή, μακριά από τα περίεργα αυτιά της γυναίκας του.
- Μα τι τρέχει επιτέλους, γιατί όλο αυτό το μυστήριο, μες το κρύο του χειμώνα;
- Σςςς ! Μη μιλάς δυνατά και δε θέλω να μας ακούσει η γειτονιά! Σιγότερα καημένε!
- Εντάξει, εντάξει, μα τι τρέχει;
- Έλα, πάμε με το αμάξι σου κάπου και θα μάθεις.
Σταματώντας τις αντιρρήσεις μου του άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου μου, μπήκα κι εγώ μέσα και μόλις έκλεισαν καλά οι πόρτες και σιγουρευτήκαμε πως κανένα περίεργο αυτί δεν μας κατασκόπευε, άφησα όλη μου την περιέργεια να ξεχυθεί βιαστικά:
- Για λέγε τώρα και μ΄έσκασες! Τι τρέχει επιτέλους; Πως εσύ αποφάσισες να χεις μυστικό από την Παναγιώτα ; Αυτό είναι ανήκουστο! Δεν φοβάσαι μη σε χωρίσει, τώρα στα γεράματα ;
- Πάψε τις χαζομάρες και ξεκίνα για τη Γαστούνη. Στο δρόμο θα σου πω!
- Δεν είναι δυνατό να φοβάσαι κι εδώ μέσα ! Μα ποιος μπορεί να μας ακούσει μέσα στο αυτοκίνητο;
- Δεν ξέρω, κάνε μου τη χάρη και ξεκίνα και μην αργείς!
Χωρίς άλλους ενδοιασμούς έβαλα μπροστά το αμάξι και πήρα το δρόμο που μου είπε. Μόλις βγήκαμε από το χωριό, τον ακούω να μου λέει:
- Ξέρεις ότι είσαι ο καλύτερος και πιο έμπιστος φίλος μου, έτσι δεν είναι;
- Tο ξέρω Νίκο μου, ησύχασε, και πες μου τώρα τι συμβαίνει, γιατί όπως καταλαβαίνεις έχω ήδη ανησυχήσει με τη συμπεριφορά σου. Είναι για καλό ή για κακό oι παραξενιές σου;
- Μη φοβάσαι και δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Θυμάσαι ότι εψές είχε όστρια ;
- Ναι το θυμάμαι, ήθελα να πάω κι εγώ κατά τη Μπούκα αλλά είχα δουλειά και δεν τα κατάφερα. Εσύ φαντάζομαι θα πήγες.
- Πήγα, πήγα που να μην έσωνα, πήγα.
- Μα τι έγινε; Μήπως βρήκες τίποτα και σου το πήρανε;Tσακώθηκες με κανένανε;
- Όχι φίλε μου, δεν ετσακώθηκα, μην ανησυχείς.
- Μα θα μου πεις επιτέλους τι έγινε;
- Δε μου λες, εσύ που είσαι παρα-μορφωμένος, τι είναι αυτό που συσκευάζεται σε πλάκες μέσα σε πλαστικό;
- Μμμμ, σαπούνι μήπως ;
- Mπά, δεν μπορεί να είναι σαπούνι. Οι μισές πλάκες έχουνε μαύρο χρώμα και οι άλλες μισές άσπρο. Έχεις ξαναδεί εσύ μαύρο ;
- Όχι δεν έχω ξαναδεί μαύρο, αλλά άσπρο – σαπούνι, να ξηγιόμαστε - σίγουρα έχω δει. Είναι πολύ;
- Ένα ολόκληρο τσουβάλι που πρέπει να ζυγίζει 25 με 30 κιλά. Έχει μέσα καμιά εικοσιπενταριά πλάκες.
- Και δε μου λες, σε είδε κανείς εκεί που το βρήκες;
- Όχι δεν με είδε κανείς, μα τι λες να είναι ;
- Δεν έχω ιδέα, αλλά άκουσα πριν μερικές μέρες στο ράδιο για ένα καράβι που το κυνηγούσε το λιμενικό και η αστυνομία γιατί ήτανε φορτωμένο με χασίς. Τα παλικάρια φουντάρανε λέει το φορτίο και αν κατάλαβα καλά η ιστορία πρέπει να έγινε έξω από το Κατάκολο. Φαίνεται ότι η όστρια πήρε κάποιο από τα τσουβάλια εκείνα, το ΄φερε στη Μπούκα και το βρήκες εσύ. Μήπως πρόσεξες τίποτα περίεργο πάνω στο εύρημά σου;
- Ναι, η κάθε πλάκα έχει μία στάμπα που γράφει Λίβανος και έχει ζωγραφισμένα δυο πιστόλια.
- Τότε είναι σίγουρα από το πλοίο που σου έλεγα. Το ράδιο είπε πως ήταν Λιβανέζικο.
- Συφορά μου, και τι θα το κάμω εγώ τριάντα τόσα κιλά χασίσι ;
- Δεν είναι έτσι. Το χασίσι πρέπει να είναι το μισό. Τα άλλα δεκαπέντε κιλά που έχουνε άσπρο χρώμα είναι κάτι πολύ χειρότερο : ηρωίνη ! Με το τσουβάλι σου μπορούνε να πεθάνουνε χιλιάδες άτομα!
- Αλίμονό μου ! Και τι θα κάμω τώρα; Τι ψυχή θα παραδώσω, μου λές;
- To τσουβάλι πρέπει να παραδώσουμε με ασφάλεια στον εισαγγελέα και μην ανησυχείς για τον παράδεισο, δεν τονε χάνεις. Μα, αν σε είδε κανένα πονηρό μάτι και το μάθουνε τ΄αλάνια, κούνια που μας εκούναγε και τους δύο. Λέγε που το ΄χεις, δεν έχουμε πολύ χρόνο !
- Το έχω σε σίγουρο μέρος, μη φοβάσαι.
- Δε φοβάμαι, από το φόβο μου τρέμω.
- Συνέχισε το δρόμο σου για τη Γαστούνη και λέγε μου τι πρέπει να κάμω.
- Πρόσεχε τι θα σου πω και κοίτα κακομοίρη μου μην κάνεις κανένα λάθος. Τα πράματα είναι πολύ πιο σοβαρά από ότι φαντάζεται το αγαθό μυαλό σου. Μου το υπόσχεσαι;
- Kατάλαβα πολύ καλά κι έχεις το λόγο μου πως θα κάμω ακριβώς ό,τι μου πεις.
- Σημασία έχει η ταχύτητα με την οποία θα κινηθούμε. Όλα είναι θέμα χρόνου. Πρέπει να δράσουμε κεραυνοβόλα. Τώρα είναι αργά, αλλά αύριο πρωί-πρωί θα μπεις σε ένα ταξί και θα πεις στον οδηγό του να σε πάει στην Αμαλιάδα – πρόσεχε κακομοίρη μου μην του πεις τίποτα άλλο. Αλήθεια, έχεις εκεί κανέναν έμπιστο δικηγόρο;
- Όχι, που να τον εύρω; Αφού ξέρεις πως είναι αμαρτία να τρέχουμε στα δικαστήρια.
- Καλά καλά, ησύχασε, έχω εγώ. Όταν φτάσετε εκεί θα πεις του ταξιτζή να σε πάει στο φίλο μου τον Πετράκη. Θα μπεις στο γραφείο του και αν έχει άλλον πελάτη θα τον διακόψεις και θα του εξηγήσεις ότι πρέπει να του πεις κάτι επείγον και ιδιαιτέρως εκ μέρους μου. Εκείνος θα σε πάει σε ένα άλλο γραφείο δίπλα και θα σε ρωτήσει τι συμβαίνει. Εσύ θα του πεις ότι τα πράματα είναι σοβαρά και ότι πρέπει να σε πάει ο ίδιος στον εισαγγελέα. Αυτός θα κάμει ακριβώς έτσι. Όταν θα πάτε στον εισαγγελέα, θα κάμεις το ίδιο και θα πεις και σ΄ αυτόν ότι πρέπει να του μιλήσεις ιδιαιτέρως για ένα πολύ σοβαρό θέμα, αλλά θα ζητήσεις να είναι μπροστά και ο δικηγόρος. Κοίτα κακομοίρη μου μην του πεις τίποτα αν είναι κανένας άλλος μπροστά. Το κατάλαβες ;
- Βεβαίως. Και μετά;
- Μόλις σιγουρευτείς πως δεν ακούει κανείς άλλος, θα του πεις του εισαγγελέα την ιστορία που είπες και σε μένα. Μετά είναι δική του δουλειά. Μη σε νοιάζει, ξέρει εκείνος. Τα κατάλαβες όλα ; Πάμε πίσω τώρα και καλή επιτυχία.
Γυρίσαμε πίσω και αντιμετωπίσαμε τα ειρωνικά σχόλια της υποψιασμένης Παναγιώτας που της είχε –δήθεν- κάμει εντύπωση η συμπεριφορά του άντρα της:
- Για πείτε μου κι εμένα τι συμβαίνει, γιατί πήρατε τσι δρόμους; Τι μυστικά είναι φτούνα;
- Δεν έχουμε μυστικά κυρα-Παναγιώτα, ο άντρας σου ήθελε να πάει μια νυχτερινή βόλτα, αυτό είναι όλο!
Το μεσημέρι της άλλης μέρας που γύρισα από τη δουλειά μου, τον αναζήτησα για να μάθω τα καθέκαστα . Τον πήρα στο αυτοκίνητό μου και ξεκινήσαμε πάλι για τη Γαστούνη. Ευτυχώς ο καλοκάγαθος και βαθιά θρήσκος φίλος μου, ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες μου και όλα έγιναν όπως τα σχεδιάσαμε και τα υπολογίσαμε.
- Για λέγε μου, πήγανε όλα καλά;
- Ναι, δόξα το θεό. Ο εισαγγελέας μόλις του είπε ο δικηγόρος ότι πρέπει να του μιλήσω ιδιαιτέρως για ένα σημαντικό και επείγον θέμα, μας πήγε σε ένα δωμάτιο δίπλα και κλείδωσε την πόρτα. Μόλις τους είπα την ιστορία, χωρίς να βγάλει μιλιά πήρε στο τηλέφωνο το διοικητή και του είπε να έρθει αμέσως στην εισαγγελία με δύο περιπολικά και δύο άντρες συνοδεία. Μπήκαμε εμείς στο ένα, η συνοδεία στο άλλο και ήρθαμε γραμμή στο μετόχι που είχα κρύψει το τσουβάλι. Το ένα περιπολικό βάσταγε σκοπιά και το άλλο πήρε το τσουβάλι. Με ζαλίσανε με τις πολλές ερωτήσεις τους. Λες και άμα ήθελα να κρατήσω εγώ τα ναρκωτικά, ήτανε ανάγκη να τους δώσω ολόκληρο τσουβάλι ! Μου είπανε ότι έχουνε βρει άλλα διακόσια κιλά και περιμένουνε να βγάλει κι άλλα η θάλασσα τώρα με την όστρια. Δεν ξέρουνε βέβαια πόσα έχουνε βρει τα αλάνια, αλλά έχει γιομίσει ο τόπος από δαύτο, βρίσκουνε συνέχεια ταβλιασμένους που πέφτουνε με τα μούτρα μόλις το βρούνε και γίνονται φέσι.
- Σου είπανε μήπως τίποτα άλλο ;
- Ναι, μου πήρανε τα στοιχεία μου για να το βάλουνε αύριο στην εφημερίδα.
- Δεν είμαστε με τα καλά μας ! Δεν τους είπες ότι δεν θες διαφήμιση;
- Toυς το είπα, αλλά δεν μπορούνε λέει να κάμουνε αλλιώς, είναι υποχρεωτικό, υπάρχει νόμος.
- Τώρα μάλιστα. Ετοιμάσου αύριο να αντιμετωπίσεις σχόλια και παρατηρήσεις. Ο καθένας θα σου λέει το κοντό του και το μακρύ του.
Πράγματι, από την άλλη μέρα άρχισε το μαρτύριό του αλλά και το δικό μου. Οι γνωστοί και οι φίλοι πήρανε το πρωί την «Πατρίδα», που είχε ειδική ανακοίνωση για το θέμα. Τα καλοπροαίρετα πειράγματα ακολουθούσαν ειρωνικά σχόλια και όλα μαζί έκαναν τη ζωή μας δύσκολη:
- Για κοιτάτε ρε ο Νίκος με το συμβουλάτορά του το Γιώργη, που τρέχουνε από τα μπατζάκια τους τα εκατομμύρια ! Ρε, όποιος δεν ξέρει να βγάλει λεφτά, μια ζωή φτωχός και κακομοίρης θάναι ! Πετάνε ρε τέτοιες ευκαιρίες ;
- Μα δεν κοιτάγατε δίπλα σας που τόσος κόσμος υποφέρει για μία μυτιά κι εσείς πετάξατε ολόκληρο τσουβάλι; Ντροπή και κρίμα !
- Μα δεν μας σκουντάγατε λίγο ρε σεις ; Έτσι και το παίρναμε είδηση θα το πουλάγαμε σε τιμή ευκαιρίας και θα κάναμε όλοι μαζί την τύχη μας. Τώρα θα πάει χαμένο αφού θα το κάψουνε στον κλίβανο της Εισαγγελίας.
- Ρε που να καίγεται η ψυχή σας στην κόλαση όπως θα καεί το πράμα! Ρε δεν ντραπήκατε λιγάκι το μπόϊ σας;
- Ρε Σβού, κέρνα τσου και τσου δύο απόνα κονιάκ, σήμερα έχουμε κηδεία.
Σε όλα τα καλοπροαίρετα και περιπαιχτικά σχόλια απαντούσαμε κατευθείαν στο ίδιο πνεύμα. Σε όσα λέγονταν πίσω από την πλάτη μας και τα μαθαίναμε από δεύτερο χέρι, δεν γινόταν να δώσουμε απάντηση, γιατί προέρχονταν από τον υπόκοσμο που δεν ήταν εύκολο να χωνέψει την απώλεια. Πάντως το θέμα απασχόλησε τους καφενόβιους και τους φίλους αρκετές ημέρες.
Μια από αυτές τις μέρες που το θέμα της παράδοσης του τσουβαλιού ήταν ακόμα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, εκεί που πάλι τα κουτσοπίναμε στο σπίτι του Νίκου, αναλύοντας φιλοσοφικά και κάθε άλλου είδους θέματα, νάσου και καταφθάνει ο κοινός μας φίλος και γείτονας ο Χρήστος :
- Θα με κεράσετε και μένα ένα ποτηράκι να πούμε και τίποτα να περάσει η ώρα;
- Καλώς το Χρήστο. Κάθισε και μην ανησυχείς. Η κυρά Παναγιώτα έχει βγάλει ελίτσες, πιπερίτσες τουρσί και μπακαλιάρο τηγανητό με αλιάδα. Άσε που είναι και λίγοι μπαμπαλούτσοι που έφερε ο Λιάς μετά από την προχτεσινή βροχή. Κάνε μας παρέα και να το ποτηράκι σου.
- Εντάξει. Για πέστε μου τώρα, το ξέρετε ότι η αγορά όλη μέρα σας σχολιάζει;
- Για το τσουβάλι; Το ξέρουμε, έχει την πλάκα του το θέμα. Όλοι κάνουνε τον ξύπνιο και λένε χαζομάρες.
- Μην το παίρνετε σοβαρά, ο κόσμος βρήκε θέμα και συζητάει. Σήμερα έμαθα κι άλλες παστόκες. Όσα τσουβάλια έχει μαζέψει η εισαγγελία τα καίει σ΄έναν κλίβανο που έχει στην Αμαλιάδα.
- Το ξέρουμε, αλλά που είναι το αστείο;
- Το αστείο είναι έξω από το οίκημα εκείνο. Μαζεύονται εκεί γύρω στα μουλωχτά τα χαρμάνια για να φτιαχτούνε από τον καπνό. Παρακολουθούνε κατά που φυσάει ο αέρας και πάνε μία δώθε, μία κείθε, όπως πάει ο καπνός του κλίβανου. Οι κακόμοιροι κάνουνε χιλιόμετρα για κάνα δύο εισπνοές.
Με τούτα μας και τ΄άλλα μας, η ζωή ξαναπήρε τον κανονικό ρυθμό της, το θέμα ξεχάστηκε κι εμείς με το Νίκο γυρίσαμε μετά από μερικές μέρες στις συνηθισμένες σχοινοτενείς συζητήσεις και διαφωνίες μας περί του όντος και του μη όντος.