ααααααααα
gpylarinos - 2. Γλωσσάρι
 
Αρχική σελίδα
Ορέ ποίο; Ζακυνθινά στιγμιότυπα
=> Περιεχόμενα
=> 1. Εισαγωγή
=> 2. Γλωσσάρι
=> 3.Ιστορίες του Ντάντου
=> 3i. O 13ος
=> 3ii. Ο Στραβογιάννης και η Άρφα τση αγάπης
=> 3 iii. Η διαολόστερνα τση περάγκαθος
=> 3.iv. O Ντάντος ο πολυμήχανος
Ζάκυνθος
Οι κυνηγοί της Όστριας
Λεωνίδας
webmaster
Επικοινωνία
Λίστα συνδέσμων
Γκαλερί

2.     Γλωσσάρι με μερικές ιδιωματικές λέξεις

1.      αβροκόκι = αγριοκόκι, ο βίκος (όσπριο που καλλιεργείται μόνο για τροφή των ζώων).

2.      Αγγειάω =αγγίζω

3.      αγκουφός = ο γοφός, ή και η λεκάνη

4.      Α(γ)κουρμάζομαι =ακροάζομαι

5.      Αλαλιασμένος = άλαλος,άφωνος, αποσβολωμένος

6.      άλμπα = με το πρώτο φώς της ημέρας, λυκαυγές

7.      Αλυχτάω=γαβγίζω

8.      αργέλογος = τεράστιο κόσκινο για το κοσκίνισμα του σταριού μετά το αλώνισμα

9.      αφάνα = πυκνός θάμνος με αγκάθια. Χρησιμοποιείται για προσάναμμα και για σαρωματιές.

10.  Άφηκα =άφησα

11.  αχάραο = αχάραγο, πριν το χάραμα

12.  βαντάκα = μεγάλο δέμα που το περίβλημά του είναι ένα σεντόνι.

13.  Βολά = φορά

14.  Βούλιουρας (μπούλιουρας) = είναι ένας  λάκκος στο κέντρο του πάτου της στέρνας που χρησιμεύει για να μαζεύονται εκεί τα σκουπίδια που τυχόν θα πέσουν όταν η στέρνα θα έχει νερό. Επίσης χρησιμεύει κατά την κατασκευή της στέρνας, για να έχει τόπο να πατάει και να εργάζεται χωρίς να σκύβει εντελώς αυτός που την σοβαντίζει. Επίσης έτσι δεν αναγκάζεται να πατάει εκεί που προηγουμένως είχε σοβαντίσει.

15.  Γατσούλι=γατάκι

16.  γιόμα = μεσημέρι

17.  Γιούλια = κυκλάμινα

18.  γωνιά = η κουζίνα, το πραγματικά καθιστικό χωριάτικο δωμάτιο της εποχής του 50-60.

19.  Δελέγκου = γρήγορα, βιαστικά

20.  Δραγκουνάρα = βάραθρο

21.  Δυάσμος = δυόσμος

22.  Έγγειαξα, άγγειαξα = έγγιξα

23.  Εδωπά, έδεπα =εδώ

24.  εδευτού = αυτού, σ΄αυτό το σημείο

25.  δεκεί, έδεκει, εδεκεί = εκεί

26.  Εμαλινάρισα = ξαφνιάστηκα, τρόμαξα, κάτι με κοψοχόλιασε

27.  εσούρπωσε = σουρούπωσε, έπεσε ο ήλιος

28.  ήτουνα (ήσουνα)= ήτανε, ήσουν

29.  θερία = τα άγρια ζώα (δεδομένου ότι στο νησί δεν υπάρχουν μεγαλύτερα αγρίμια από τους λαγούς, έτσι λένε κυρίως τα φίδια)

30.  εμά(ζ)ωξα = εμάζεψα

31.  εκειός, εκειό = εκείνος, εκείνο

32.  ευτούνος, ευτός = αυτός

33.  κακάβι = μεγάλη χύτρα , καζάνι

34.  καλιτσούρι -  καλιτσούρα = τρόπος μεταφοράς στην πλάτη ανθρώπου από άνθρωπο

35.  κογιονάρω =κοροϊδεύω, περιπαίζω, ειρωνεύομαι

36.  κόμπα = μεγάλη πέτρα

37.  κομπί = όρθιος βράχος

38.  κορύτος = πέτρινη σκαλιστή ποτίστρα για τα ζώα

39.  λαφιτάρι =  είδος νοστιμότατου άγριου μανιταριού

40.  λιγώνω = κουράζομαι

41.  μαγκούφες = θάμνοι με απαλό φύλλωμα

42.  μιλιώ = μιλώ (εμίλια = εμίλησα)

43.  μπάρτσα (λέγεται για γίδα) = η σταχτιά

44.  μπίμπα = εντελώς γεμάτο

45.  μπονόρα = νωρίς το πρωί

46.  μπουρούκι = κύπελλο , μπρίκι

47.  ξυλόκοτα = μπεκάτσα

48.  (ξ)αστοχάω =ξεχνάω

49.  ξαπόστα = επίτηδες

50.  ορά = ουρά

51.  παδέλα = πήλινη κατσαρόλα

52.  παλιάτσα = παλιά λινάτσα

53.  πιλάλα = τρεχάλα, τρέχοντας

54.  πόρτεγο = το μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού. Δεν θα το έλεγα καθιστικό αλλά επίσημο: Καθότανε μόνο κάποιος επισκέπτης, εμείς τη βγάζαμε στη γωνιά, (στην κουζίνα) για να μην κάνουμε ακαταστασία και να μην το λερώνουμε.

55.  Προβατώ = περπατώ

56.  Πάπουζας = τσαλαπετεινός

57.  Ρεμπάρκες = Οι ρεμπάρκες ήταν ιδιοκατασκευή της μοναδικής μοδίστρας του χωριού. Ήταν η συνηθισμένη παιδική φορεσιά των αγοριών : ένα είδος παράξενου κουστουμιού όπου το σακάκι ήταν ταυτόχρονα γιλέκο, πουλόβερ και πουκάμισο και για τα πιο φτωχά μαζί και φανελάκι.Το πάνω μέρος λοιπόν συνδεόταν στα πλευρά με δυο κουμπιά με το παντελονάκι  Το τελευταίο είχε μήκος μέχρι τα γόνατα ή λίγο πιο πάνω.Το μπροστινό του μέρος δεν το ξεχώριζες από το παντελόνι, αλλά στην πλάτη είχε μια χαρακτηριστική ιδιομορφία, καθώς εκεί υπήρχε μια σειρά κουμπιά έτσι ώστε να είναι αδύνατο στο πιστσιρίκι να το βγάλει χωρίς τη βοήθεια ενός μεγάλου, σε αντίθεση με το κάτω μέρος που έπρεπε να βγαίνει εύκολα γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει η ώρα της φύσης. Τα μικρότερα πιτσιρίκια φορούσαν τις ρεμπάρκες κατάσαρκα, επειδή η μοδίστρα είχε προβλέψει και είχε αφήσει στο κατάλληλο σημείο μια αρκετά μεγάλη σχισμή έτσι που όταν ερχόταν αυτή η ώρα, μόλις το παιδί καθόταν για να τα κάνει, η σχισμή άνοιγε και κείνο ανέμελο και σαν να μην τρέχει τίποτα επιδιδόταν στην ικανοποίηση της ανάγκης του χωρίς να σκοτίζεται αν το έβλεπαν μάτια άλλων. Μετά το τέλος της δραστηριότητας, και πάλι το μικρό σηκωνόταν και έτρεχε στο παιχνίδι του χωρίς να ενδιαφέρεται για περισσότερες χρονοβόρες λεπτομέρειες, δηλαδή τελείως ακαθάριστο. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι αυτή η σχισμή ήταν μεγάλος μπελάς το χειμώνα γιατί άφηνε το κρύο να περνάει ελεύθερα. Συνήθως τα πιτσιρίκια που φορούσαν τέτοιο συνολάκι βρωμούσαν από μακριά, για ευνόητους λόγους.

58.  ρούγα = δρόμος

59.  σαμάρι = η σέλα που χρησιμοποιούμε για να μπορούμε να καβαλικεύουμε και να φορτώνουμε τα υποζύγια.Στην καθαρεύουσα λέγεται σάγμα και ο τεχνίτης που τα κατασκεύαζε λεγόταν σαγματοποιός. Σήμερα το σχετικό επάγγελμα μάλλον τείνει να εξαφανιστεί. Τα ξύλα που χρειαζόταν για να γίνει το σαμάρι έπρεπε να τα βρεί ο ίδιος ο τεχνίτης στο κατάλληλο δέντρο και να τα κόψει μόνος του ή άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Όλη η δουλειά γινόταν στο χέρι και οι μερακλήδες έκαναν παραγγελίες με πλουμίδια και προκαδούρα σαν αυτή που είχαν παλιά οι αρβύλες.

60.  σάρωμα = σκούπα, σκούπισμα

61.  Σημειωμένος = σημαδεμένος

62.  Σίγλος = κουβάς

63.  σιγλάρι = κουβαδάκι

64.  σκανταλέτο = ντενεκεδένιο σκεύος με μακρύ χερούλι που μέσα του έβαζαν στάχτη και πάνω της κάρβουνα. Το χρησιμοποιούσαν για λιβανιστήρι αλλά και για το σιδέρωμα των ρούχων.

65.  Σκαπετάω, εσκαπέτησα = εξαφανίζομαι αφού πέρασα την κορυφή του βουνού

66.  Σκιάζομαι = φοβάμαι

67.  Σκορπέος = σκορπιός

68.  Σκουλουμπούρθα = κωλοτούμπα

69.  Σκουλουμπουρθάω = κάνω τούμπες

70.  σκουτέλα = φλυτζάνα

71.  σμπάρα = τουφεκιές

72.  Σόρνταδος = διάβολος

73.  στρατόνι = μονοπάτι

74.  συ(γ)χίζομαι = μπερδεύομαι, σαστίζω

75.  Τηράω = κοιτώ

76.  Τζουβιέρα = ένα είδος φορείου

77.  τρίτσα = ψάθινο καπέλο, ψαθάκι

78.  τρούπα = τρύπα, σπηλιά

79.  τσακανιά = δαγκωνιά

80.  τσακανίζω, τσακανάω = δαγκώνω

81.  τσιριμόνιες = καμώματα, τεχνάσματα

82.  τσουρούλια = κομματάκια, τρίμματα , θρύψαλα

83.  Ύγειος = υγιής, γερός

84.  φιλιατρό = το στόμιο της στέρνας, στρογγυλό ή τετράγωνο. Στις παλιές στέρνες είναι καμωμένο από μια μεγάλη πέτρα που πάνω της έχει σκαλιστεί με τέχνη το στόμιο. Στις σύγχρονες, γίνεται από τσιμέντο.

85.  Φουσεκολόγος = Η ζώνη με τα φυσίγγια, φυσιγγιοθήκη

86.  φουσκιά, φουσκί = χαστουκιά, χαστούκι

87.  χάτσαλο, κότσαλο = σκουπίδι

88. χεροκωλιά = ξυλιά με το χέρι στον πισινό
Σήμερα έγινε ήδη 1 visitors (1 hits) Εδώ!
αααααααααααααααααααααα This website was created for free with Own-Free-Website.com. Would you also like to have your own website?
Sign up for free