ΙV. Ο Ντάντος ο πολυμήχανος
Εκείνη την εποχή μας μοιράζανε γάλα στο σχολείο. Το γάλα γινότανε στο σπίτι μιας γειτόνισσας που έπαιρνε τη σκόνη και έβραζε νερό σε ένα κακάβι, αρκετό για να φτάσει για τα εξήντα πειναλέα παιδιά του σχολείου. Το πρωί που φεύγαμε από το σπίτι μας έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και το σχετικό σκεύος μαζί με ένα κουτάλι, για να μας σερβίρει η γειτόνισσα που λέγαμε, τη μερίδα μας από το γάλα.
Αλλά επειδή δεν υπήρχαν ντενεκεδένια κύπελλα- κουβέντα δεν γινότανε για γυάλινα- οι πατεράδες μας έπαιρναν κάποιο άδειο κονσερβοκούτι- συνήθως από το γάλα ΝΟΥΝΟΥ- και αφού το έπλεναν καλά, χτυπούσαν με ένα σφυράκι το ανοιχτό μέρος γύρω γύρω για να μην υπάρχει ανωμαλία και αυτό το κουτί μας το έδιναν για να χρησιμέψει σαν ποτήρι για το γάλα. Εμείς έπρεπε να το πλένουμε καλά μετά τη χρήση ώστε να μην έχει υπολείμματα από το γάλα που θα μπορούσανε να το κάνουνε να μυρίσει. Αυτό το «ποτήρι» είχε το ελάττωμα να μην έχει χερούλι, και έτσι δεν ήτανε εύκολο να το κρατάς μόλις η μαγείρισσα σου έριχνε μέσα το καυτό γάλα.
Ένα πρωί λοιπόν με έκπληξή μας είδαμε τον ξάδερφό μου το Νιόνιο- αδελφό του Ντάντου και πολύ μικρότερο σε ηλικία- να προτείνει καμαρωτός στη μαγείρισσα ένα κύπελλο ίδιο με τα δικά μας, μόνο που αυτό είχε χερούλι !
Έκπληκτοι τον τριγυρίσαμε μόλις πήραμε τη μερίδα μας, και με μεγάλη περιέργεια τον ρωτούσαμε που το βρήκε και πως απόκτησε χερούλι το μπουρούκι .
Ο Νιόνιος κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει για τι του μιλάγαμε έκανε πως απορεί με την επιμονή και την περιέργειά μας:
- Μα τι θέτε να μάθετε; Το χερούλι στο μπουρούκι το έφτιασε ο αδρεφός μου! Ποίος θα το έφτιανε, οι γύφτοι;
- Ο Ντάντος; Αλήθεια; Και πως το έφτιασε;
- A, εγώ δεν ξέρω πως, ξέρω πως του είπα ότι το γάλα μού καίει το χέρι και εκειός έκατσε και του έβαλε χερούλι!
- Μα για κάτσε μωρέ Νιόνιο να το ιδούμε. Τι καλό που είναι!
- Γιατί δεν του λέτε να σας ε φτιάσει κι εσας ένα; Δε θα σας ε γυρέψει και πολλά λεφτά.
- Αλήθεια, θέλει και λεφτά; Που να ν τά βρουμε ;
- Ε, να , κανα πενηντάλεφτο[73] θα θέλει! Αλλά για κάθε μπουρούκι που θέτε, να ν του πηαίνετε δύο, το ένα για το χερούλι.
Το βραδάκι λοιπόν και μετά το τέλος του απογευματινού μαθήματος στο σχολείο, παίρνοντας δύο κουτιά το καθένα στο χέρι του, μαζευτήκαμε τρία τέσσερα πιτσιρίκια έξω από το σπίτι του Ντάντου. Εκείνος, που σκόπιμα είχε δημιουργήσει όλο αυτό το κόλπο, για να μας προσελκύσει στο σπίτι του και να περνάει την ώρα του με μας μέσα στην μοναξιά της κουφαμάρας του και στη μονοτονία του χωριού, μας υποδέχτηκε κάνοντας το σοβαρό μάστορα σκυμμένος πάνω από μερικά εργαλεία που είχε συγκεντρώσει στην αυλή, και σφυροκοπώντας ένα κουτί για να του βάλει χερούλι. Στον τοίχο πίσω του, είχε κρεμάσει επιδεικτικά και μερικά από τα έργα του.
Πλησιάσαμε ντροπαλά με τα κουτιά πίσω από την πλάτη μας και τα πενηνταράκια σφιγμένα στο ένα μας προτεταμένο χέρι.
Εκείνος που ήξερε το σκοπό μας, αρνήθηκε ευγενικά τα χρήματα:
- Για ακούτε, λέτε[74] μου τι θέτε, και λεφτά από εσάς δε θέλω. Λεφτά πληρώνουνε οι ξένοι, εσείς είσαστε δικοί.
- Θα μας ε φτιάσεις χερούλια στα μπουρούκια;
- Για να ιδώ τι μου εφέρτε[75] και θα σας πώ.
Αμέσως και όλοι μαζί τεντώσαμε το άλλο χέρι μας με τα κουτιά.
- Έντα γιε[76] Ντάντο, κοίτα τα, κάνουνε;
- Κάνουνε, κάνουνε, λέει ευχαριστημένος τάχα εκείνος. Για κάτσετε το λοιπό να ν τα φτιάσουμε.
Βρήκαμε και μείς μέρος και καθίσαμε και τονε χαζεύαμε που έκοβε με μια ψαλίδα τα κουτιά για να κάνει τα χερούλια και στη συνέχεια με πόση τέχνη κατασκεύαζε με τα ελάχιστα εργαλεία του ένα είδος πριτσινιών από τα ίδια κουτιά και συνταίριαζε τα χερούλια.
Στο τέλος κάθε κατασκευής μας έστελνε στη στέρνα του σπιτιού, για να δοκιμάσουμε μήπως έσταζε πουθενά το καινούργιο μας κύπελο:
- Έ, παιδία, πηαίνετε στη στέρνα, έχω το σίγλο γιομάτονε νερό, να πιείτε φρέσκο και να ιδούμε μη στάνε[77] και τα μπουρούκια.
Εμείς με επισημότητα και με τη σειρά πηγαίναμε και κάναμε τη δοκιμή μας πίνοντας το στυφό μα δροσερό νερό από τη στέρνα.
Επίλογος : Έτσι ετελείωσε και τούτη η ιστορία, που δεν την είπε αλλά την εσκηνοθέτησε ο Ντάντος. Ήτανε μία από τις τελευταίες ιστορίες της ηλικίας της αθωότητας, του χωριού και του Ντάντου, γιατί την ίδια χρονιά ο τελευταίος αναχώρησε για την Αθήνα για να βρει δουλειά. Από κει και πέρα ερχότανε σπανίως στο χωριό και οι ιστορίες που μας έλεγε δεν ήτανε πια ευχάριστες, ήτανε ιστορίες για σκληρή δουλειά σε καμίνια που έβγαζαν ασβέστη και για μικρά δωμάτια όπου εκείνος ζούσε μαζί με 2-3 άλλους εργάτες, για μικρά μεροκάματα και για τη φρίκη της δουλειάς του με την αφόρητη ζέστη δίπλα στη μπούκα του καμινιού.