ααααααααα
gpylarinos - 3ii. Ο Στραβογιάννης και η Άρφα τση αγάπης
 
Αρχική σελίδα
Ορέ ποίο; Ζακυνθινά στιγμιότυπα
=> Περιεχόμενα
=> 1. Εισαγωγή
=> 2. Γλωσσάρι
=> 3.Ιστορίες του Ντάντου
=> 3i. O 13ος
=> 3ii. Ο Στραβογιάννης και η Άρφα τση αγάπης
=> 3 iii. Η διαολόστερνα τση περάγκαθος
=> 3.iv. O Ντάντος ο πολυμήχανος
Ζάκυνθος
Οι κυνηγοί της Όστριας
Λεωνίδας
webmaster
Επικοινωνία
Λίστα συνδέσμων
Γκαλερί

ΙΙ. Ο Στραβογιάννης και η Άρφα τση αγάπης

           Μια συνηθισμένη απασχόληση των χωρικών είναι και σήμερα να εκτρέφουν γαλόπουλα. Κάποιοι τυχεροί είχαν κοπάδια από τέτοια πτηνά με 50-60 κεφάλια και τα έβοσκαν από δω κι από κει σα να ήταν γίδια.

 Απαραίτητος εξοπλισμός του βοσκού ήταν ένα μακρύ καλάμι– είδος δυσεύρετο στο χωριό μου-, γιατί τα καλάμια δεν φυτρώνουν σε τόπους ξερικούς και άγονους.

       Ο Στραβογιάννης ήτανε ένας πενηντάρης, ψηλός, αδύνατος και ξερακιανός που είχε ένα περίεργο σημάδεμα: Το ένα μάτι του ήτανε μισόκλειστο και το στόμα του εστράβωνε, με τη μία άκρη να τραβάει προς το μισόκλειστο μάτι.

 Είχε και ένα λεπτό μουστακάκι, αλλά το κακόμοιρο ήτανε σα στραβή περισπωμένη, ακολουθώντας την κατεύθυνση του στόματος.

 Την εικόνα συμπλήρωνε ένα γκρίζο κασκέτο, από κείνα που έχουν μια σούστα ραμμένη στο πάνω εξωτερικό μέρος τους και μπορείς να την κουμπώσεις με την αντίστοιχη που βρίσκεται στο σκίαστρο του κασκέτου. Έτσι δημιουργείται ένα κασκέτο αρκετά μάγκικο, και ο Στραβογιάννης συνήθιζε να το φοράει στραβά, μάγκικα, ριγμένο πάνω από τα κατάμαυρα μάτια του, έτσι που να μπορεί να βλέπει τα πάντα, αλλά κανείς να μη βλέπει εύκολα τα μάτια του για να καταλάβει τι και προς τα πού εκοίταγε.  

     Κάθε πρωί έχοντας ριγμένο στην πλάτη του ένα μακρύ μονόκαννο, περνούσε κάτω από το σπίτι μας οδηγώντας με το καλάμι τα γαλόπουλά του για βοσκή.

  Εμείς τα πιτσιρίκια, μόλις ακούγαμε το γλου  γλου από τα γαλόπουλα – θες για παιχνίδι, θες γιατί αλήθεια φοβόμαστε – δίναμε το σύνθημα :

-          Ο Στραβογιάννης, ο Στραβογιάννης, τρεχάτε να κρυφτείτε !

         Εκείνος ο κακομοίρης, στενοχωριόταν κατά πως φαίνεται, από την αναίτια και άδικη συμπεριφορά μας, γιατί το γερό του μάτι γούρλωνε  μόλις άκουγε το σύνθημα του συναγερμού. Αυτό μας το βεβαίωναν οι ψυχραιμότεροι από μας που τολμούσαν να κρυφτούν κάπου κοντά του και να τον κατασκοπεύουν.

     Γρήγορα ο Στραβογιάννης όπως μας έλεγαν, κατέβαζε το κεφάλι, έτσι ώστε το κασκέτο να κρύβει τις αντιδράσεις και το γουρλωμένο μάτι του και συνέχιζε σιωπηλός το δρόμο του, κάνοντας πως δεν μας δίνει σημασία.

         Αυτή η συμπεριφορά μας οφειλόταν βέβαια σε μια ιστορία του Ντάντου:

-   Ξέρτε παιδία γιατί είναι έτσι σημειωμένος ο Στραβογιάννης;

-   Όχι, όχι, πες μας !

-   Τούδωκε μία φουσκιά ένας διάολος!

-   Μα τι λες μουρέ Ντάντο; Και πως έγινε ευτούνο; Λέγε, λέγε!

-   Πάμε να κάτσουμε στη γωνιά, να ψήσουμε δύο λαφιτάρια[1] που ίφερα και κανένα κρεμμύδι που θα φέρτε εσείς και σας λέω.

      Εμείς άλλο που δε θέλαμε, του φέραμε όσο γινόταν πιο γρήγορα αυτά που μας ζήτησε. Έτσι γρήγορα γρήγορα στριμωχτήκαμε κοντά του γύρω από τη φωτιά, αναμερίσαμε τα ξύλα που καιγόντανε για να γίνει θράκα και καυτή στάχτη για να ψήσουμε τα πεντανόστιμα λαφιτάρια και τα κρεμμύδια.

      Όταν μοσχοβόλισε η γωνιά από τα μανιτάρια, άρχισε σιγά σιγά με τη γνωστή του βασανιστική άργητα την ιστορία του ο Ντάντος:

-   Γλέπετε παιδία που ο Στραβογιάννης σεργιανάει με εκειό το καλάμι και φυλάει[2] τα γαλόπουλα; Ένα μεσημέρι το λοιπό, που

-   είχε μεγάλη κάψα[3], ήθελε να ΄βρει ένα δέντρο για να κάτσει στον ίσκιο. Ετήραε ένα γύρο, μα ίγλεπε μονάχα μία συκιά. Δεν ήθελε να πάει και να κάτσει στον ίσκιο τση, γιατί ήξερε ότι η συκιά είναι καταραμένη και ότι δεν κάνει να κάθεσαι από κάτου τση, γιατί ο ίσκιος τση είναι βαρειός.      

      Τι να κάμει όμως ο έρμος που τον είχε μουρλάνει ο ήλιος και δεν εμπόρειε άλλο;  Επήε και έκατσε στη συκιά και ετήραε και τα γαλόπουλα που εβόσκανε ένα γύρο. Ο κακομοίρης ο Στραβογιάννης που δεν ήθελε να αποκοιμηθεί γιατί θα του εφεύγανε τα γαλόπουλα και θα εκάνανε ζημιά, έπιασε να λέει σιγά[4] ένα συρτό Βολιμιάτικο[5], την Άρφα τση αγάπης[6], και εβροντολόγαε το καλάμι χάμου[7] σα να ήτουνα η γή ταμπούρλο.

-   Τι είναι η Άρφα μουρέ Ντάντο; Τον διακόπτει ένας μας.

-   Μη βιάζεσαι και θα ακούσεις, λέει εκείνος ενοχλημένος από τη διακοπή. Και συνεχίζει:

-   Ο Στραβογιάννης που λέτε, ίλεγε :

 Α -, μωρε άρφα, από τ΄άρφα θε ε ν΄ αρχίσω

Από τα΄άρφα θε ε ν΄αρχίσω

Κόρη μου να ιστορήσω

 

 Βη- μωρε βήτα, βέβαια σου λέω

     Βήτα, βέβαια σου λέω

πως για σε πονώ και κλαίω

 

Γα- μωρε γάμα, στείλε μου ένα γράμμα

     γάμα, στείλε μου ένα γράμμα

     πως θα κοιμηθούμ΄αντάμα

(Ο Ντάντος καθώς έλεγε το τραγούδι, εβροντοχτύπαγε το πόδι του στο ρυθμό του συρτού που κάποτε, όταν ήταν και κείνος παιδί και πρίν χάσει την ακοή του, είχε ακούσει από το ταμπουρλανιάκαρο[8] του Νιόνιου και του Τάση. Ταυτόχρονα συνέχιζε την ιστορία: )

 - Εκεί που λέτε που τον είχε συνεπάρει το Στραβογιάννη το τραγούδι και τα πόδια του τον ετρώγανε λες και του τα τσακανίζανε μερμήγκια, για να χορέψει, αντίς να σηκωθεί και να χορεύει μες την ερημιά μοναχός του σαν καλικάτζαρος, εκειός εβρόνταε το καλάμι πάνου- κάτου, μία στο χώμα και μία μες τα φύλλα τση συκιάς.

  Όσο η άρφα επήαινε, τόσο δυνατότερα εκοπάναε το καλάμι ο Στραβογιάννης:

 Δε- μωρε δέρτα, δέρτα δεν τον φανερώνω

δέρτα δεν τον φανερώνω

τση καρδούλας μου τον πόνο

 

-   Ε- μωρέ έ ψηλό μου κεπαρίσι

  έ ψηλό μου κεπαρίσι

  ποιος θα σε γλυκοφιλήσει

      Μα έλα που απάνου στη συκιά είχε κάτσει ένας σόρνταδος κι εκοιμότουνα. Είχε σκαλώσει κάπου ψηλά, απάνου από το κεφάλι του Στραβογιάννη και με τη μπρώτη σουγλιά που έφαε από το καλάμι που εκοπάναε εκειός, άνοιξε το ένα του μάτι ξαφνισμένος και ετήραε να ιδεί ποίος τονε σουγλάει. Κάνει έτσι και βλέπει το Στραβογιάννη που καθισμένος κατάχαμα εκοντοχόρευε βροντολογώντας το καλάμι:

Ζη- μωρέ ζήτα, ζώνουμαι δυο φίδια

ζήτα, ζώνουμαι δυο φίδια

για τα δυο σου μαύρα φρύδια

 

Η- μωρέ ήτα, ή εσένα παίρνω

ήτα, ή εσένα παίρνω

ή καλόγερος θα γένω

 -   Μωρέ τι κάνει ετούτος; Εμουρλάθηκε από τη γκάψα[9]; Τι τον εύρηκε και με σουγλάει ;

  Στήνει τ΄αυτί του για να πάρει χαμπάρι τι μουρμουράει ο Στραβογιάννης, που όπως το επήαινε το τραγούδι, εβρόνταε ούλο και πούλιο δυνατά το καλάμι:

 Θη- μωρέ θήτα θέλω σε πουλί μου

θήτα θέλω σε πουλί μου

για να κάθεσαι μαζί μου

 

Γιω- μωρέ γιώτα γίνουμαι γιοφύρι

γιώτα γίνουμαι γιοφύρι

να περνάει το τζουβαΐρι  

 

         Ο σόρνταδος έσκασε από τη τζαντίλα του, γιατί κάθε λέξη που ίλεγε ο Στραβογιάννης του εστοίχιζε και μία σουγλιά, και αγριεμένος, κάνει έτσι και μακραίνει το χέρι του, που έγινε μακρύτερο από το καλάμι του Στραβογιάννη,  και μπάμ! του δίνει μία χαστουκιά, που του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ο έρμος ο Στραβογιάννης, αλαλιασμένος από τη σαστιμάρα και το φόβο του, παρατάει τα γαλιά, δίνει μία και πετάει και το καλάμι και γίνεται καπνός.

    Από τότενες που λέτε παιδία εστράβηνε[10] το στόμα του και το μάτι του είναι μισόκλειστο.



[1]λαφιτάρι =  είδος νοστιμότατου άγριου μανιταριού

[2] προσέχει να μην κάνουν ζημιές στα ξένα χωράφια ή στα αμπέλια

[3] πολλή ζέστη, καύσωνα

[4] χαμηλόφωνα

[5] Βολιμιάτικο = από τις Βολίμες, το διπλανό χωριό, γνωστό από την έφεση των κατοίκων του στη στιχουργία . Ο συρτός είναι χορός που χορεύεται σε όλη τη Ζάκυνθο και ο βηματισμός του μοιάζει με τον μπάλο του Αιγαίου, μόνο που έχει ένα βήμα παρα πάνω. Το Βολιμιάτικο συρτό είναι κείνο που έχει στίχους από Βολιμιάτη φτιαγμένους.

[6] Άρφα (άλφα) τση αγάπης =Το γνωστό αλφαβήτα της αγάπης , τραγούδι με ακροστοιχίδα το αλφαβητάριο.

[7] Χάμω (χαμαί)

[8] ταμπούρλο και ανιάκαρα, παραδοσιακά όργανα. Η ανιάκαρα είναι είδος πίπιζας που παίζεται με το στόμα και έχει πολύ γλυκό ήχο.

[9] από την κάψα = από τη ζέστη

[10] εστράβωσε


Σήμερα έγινε ήδη 1 visitors (1 hits) Εδώ!
αααααααααααααααααααααα This website was created for free with Own-Free-Website.com. Would you also like to have your own website?
Sign up for free