Ι. Ο 13ος
Το 1959 ήμουν οχτώ χρονών και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου έξι και τεσσάρων.
Το χειμώνα στο χωριό μου προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε στη γωνιά
[1], δίπλα στη φωτιά. Τζάκια, σόμπες και τέτοια δεν είχαμε – ήρθανε αρκετά χρόνια αργότερα. Η φωτιά άναβε στη μέση της γωνιάς που μη έχοντας καπνοδόχο – περιττή πολυτέλεια βλέπετε- ντουμάνιαζε από τον καπνό.
Το δάκρυ εκύλαγε ποτάμι, αλλά κανένας δεν τολμούσε ν΄ ανοίξει την πόρτα ή το παράθυρο γιατί το κρύο έτσουζε.
Κλαίγοντας λοιπόν από τον καπνό, προσπαθούσαμε να περάσουμε την ώρα μας μέχρι να μας διώξουν οι μεγάλοι για ύπνο. Άλλο βάσανο κι αυτό βέβαια, γιατί η γωνιά, που είχε λίγη ζέστη, ήταν έξω από το σπίτι, μακριά από τα χωρίς θέρμανση υπνοδωμάτια. Το χειρότερο ήταν ότι, όταν θα φτάναμε στα κρεβάτια, χουχουλίζοντας τα χέρια και προσπαθώντας να διατηρήσουμε όση ζέστη είχαμε μαζέψει στα λιγνά κορμιά μας, από τη γωνιά, δεν μας άφηναν οι γονείς να πέσουμε με τα ρούχα που φορούσαμε και να κουκουλωθούμε στα κρύα σκεπάσματα. Απαιτούσαν να μείνουμε μόνο με τα εσώρουχα. Έτσι τις πιο κρύες νύχτες του χειμώνα και μέχρι να ζεσταθούμε στο κρεβάτι μας και να μας πάρει ο ύπνος, τα δόντια μας χτυπούσαν με θόρυβο και ρίγη διατρέχανε τη ραχοκοκαλιά μας.
Πριν την ώρα του ύπνου υπήρχε κι άλλο μαρτύριο: οι μεγάλοι, μας έστελναν έξω υποχρεωτικά για τα τσίσα μας και τα κακά μας, γιατί αλλιώς ήταν σίγουρο ότι τα μικρότερα θα τα έκαναν πάνω τους στο κρεβάτι. Αλλά ο καμπινές μας ήταν το χωράφι, και που να πας έξω με τέτοιο κρύο και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που ήτανε γεμάτο με παράξενες φιγούρες, φαντάσματα, βρικόλακες, ξωτικά και κακές μάγισσες;
Οι διαμαρτυρίες και οι όρκοι ότι τα είχαμε κάνει νωρίτερα, δεν έπιαναν τόπο γιατί κανείς δεν μας επίστευε. Σου δίνανε ένα κομμάτι χαρτί – παλιά εφημερίδα συνήθως – με το ένα χέρι και το άλλο αναζητούσε τη βέργα, που αλίμονο αν την έφτανε και δεν είχες γίνει καπνός. Αν τύχαινε και το σπίτι ήτανε φτωχό και δεν είχε ούτε εφημερίδες, τότε έπρεπε να αναζητήσεις μες το σκοτάδι μία σχετικά καθαρή πέτρα για την καθαριότητά σου.
Εμείς νοιώθαμε πολύ τυχερά, γιατί είμαστε αρκετά καλά ντυμένα σε σχέση με τα συνομήλικά μας πιτσιρίκια που τα κακόμοιρα φορούσαν χιλιομπαλωμένα ρούχα, ρεμπάρκες
[2] και τσαρούχια
[3].
Μερικά τέτοια βράδια είχαμε την εξαιρετική τύχη να μας επισκέπτεται ο ξάδερφος ο Ντάντος
[4] ο κουφός, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από μας. Μας αγαπούσε και τον αγαπούσαμε πολύ .
Είχε το χάρισμα με την παράξενα λεπτή και τραγουδιστή φωνή του να μας διηγείται διάφορες ιστορίες, άλλες ευχάριστες και όμορφες και άλλες φρικιαστικές και άσχημες, ίδιες με τις σημερινές ταινίες του δράκουλα, τόσο που τα μαλλιά μας σηκώνονταν όρθια από την τρομάρα.
Είχε και ακόμη ένα σημαντικό χάρισμα, ήταν θεόκουφος («δεν άκουε θεού βροντή», έλεγαν οι κακές γλώσσες) και έτσι, και να του λέγαμε και καμία παραπανίσια κουβέντα, δεν κινδυνεύαμε να μας καταχεριάσει, αρκεί να μην έβλεπε το στόμα μας, γιατί ήταν πανέξυπνος και καχύποπτος και αλίμονο αν υποπτευόταν ότι λέγαμε κάτι δυσάρεστο όσο μας μιλούσε.
Το βράδυ εκείνο λοιπόν είμαστε τυχεροί.
- Να ο Ντάντος !
Χαρές και πανηγύρια. Κρεμαστήκαμε όλα στη ζώνη του παλεύοντας για το ποιο θα πρωτοανέβει στην αγκαλιά του. Έκατσε στη γωνιά μαζί μας χουχουλίζοντας τα χέρια του για να διώξει λίγο από το κρύο που κουβαλούσε και διαλέγοντας ένα σκαμνί χαμηλό για να μας κάμει παρέα.
Εμείς εσκοτωθήκαμε να τον κεράσουμε, για να του φτιάξουμε τη διάθεση, λαχταρώντας ν΄ αρχίσει όσο γινότανε πιο γρήγορα τις ιστορίες του.
Είχε μαζί του και την έκπληξη της βραδιάς :
-
Έ, παιδία, ίφερα κι ένα μπάπουζα
[5] που τονε βάρεσα το απόγιομα, να ντονε μαδήσουμε και να τονε ψήσουμε έδεπα στη θράκα. Και λέγοντας έτσι έβγαλε από την τσέπη του ένα δεματάκι, το άνοιξε και ξετύλιξε το πανέμορφο σκοτωμένο πουλί με το πλουμιστό λοφίο και τη μακριά του μύτη. Η φόρα μας κόπηκε μπροστά στο ματωμένο πουλί και στη νεκρή ομορφιά του, αλλά ξεπεράσαμε τα δυσάρεστα συναισθήματα μόλις ο Ντάντος άρχισε το μάδημα. Από κει και πέρα με την αναγκαία σκληρότητα, τον παρακολουθούσαμε στο έργο του ενώ οι γονείς μας, ευχαριστημένοι που θα μας ξεφορτώνονταν για όση ώρα θα ήταν εκεί ο Ντάντος, ασχολήθηκαν με τα δικά τους έργα και μας άφησαν ήσυχους στην απόλαυσή μας.
Με τη γλυκιά προσμονή των ιστοριών, κάναμε πως προσέχουμε απεριόριστα τα επιδέξια δάχτυλά του που μαδούσαν το πουλί και για να σκοτώσουμε την ώρα τρέχαμε πότε για το ένα και πότε για το άλλο, ενώ εκείνος κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει την ανυπομονησία μας, καθυστερούσε σκόπιμα να αρχίσει, πετώντας τα πούπουλα του πουλιού στη φλόγα, σκαλίζοντας τη θράκα για να ετοιμάσει θέση στα κάρβουνα για το πουλί, ή ζητώντας ένα αβγό για να το βάλει και κείνο στη θράκα να ψηθεί.
Εμείς, για να κερδίσουμε χρόνο, τσακιζόμαστε να του ικανοποιήσουμε κάθε απαίτηση αμέσως: να του βρέξουμε το αβγό για να μη σκάσει στη θράκα, να του φέρουμε ένα χαλίκι από έξω για να βάλει πάνω στ΄ αβγό, να ζητήσουμε μια φέτα ψωμί για να τη βάλει και κείνη κοντά στη φωτιά.
Με τούτα και με τ΄ άλλα κάποτε τον πείσαμε να αρχίσει την αποψινή ιστορία και κρεμαστήκαμε όλοι από το στόμα του :
Ήτουνα το λοιπό παιδία μία βολά
[6] ένα παλικάρι μονάκριβο και γεροντοπαίδι
[7], που το ελέγανε Κυριάκο. Το παλικάρι εκίνησε μία μέρα να πάει στη χώρα.
Την εποχή εκείνη δεν ήτουνα αμάξια όπως τώρα, που σε πάνε την αυγή και σε γυρίζουνε το απόγιομα. Κάτι κάρα ήτουνα με άλογο, με μουλάρι ή με γαϊδούρι, και έτσι και δεν ήσουνα τυχερός νάβρεις κανένα να σε πάρει, ίπρεπε να πας και να ΄ρθεις με τα πόδια.
Βέβαια είναι πολύ μακρύα και αν δεν εσηκωνόσουνα αχάραο
[8] δεν ίπρεπε ούτε να κινήσεις.Ο κόσμος έτσι και έφτανε στη χώρα, έκανε τα ψώνια του και τση δουλειές του ίσαμε το γιόμα που εκλείνανε τα μαγαζιά . Μετά σιγά σιγά άλλος με το κάρο του και άλλος με ότι είχε, εκινάγανε για το χωρίο τσου.
Στση πλάτες στσου εβάνανε τα ψώνια τσου ή επαίρνανε καλιτσούρι
[9] τα μικρά παιδία
[10].
Έτσι έκαμε και ο φίλος μας ο Κυριάκος. Επροβάτησε
[11] δύο-τρείς ώρες κατεβαίνοντας για τη χώρα, η κατηφόρα γλέπετε είναι εύκολο πράμα, και έφτασε ομπρός από το γιόμα
[12]. Έκαμε τση δουλειές του και εκίνησε για το χωρίο. Αλλά ο κακομοίρης, δεν ελογάριασε καλά την ώρα, εσούρπωσε
[13] στη ρούγα και ο έρμος δεν ήτουνα ούτε στη μέση. Ίγλεπε τα σκοτεινά βουνά ομπρός του αλλά από λίγο δεν ίγλεπε ούτε τη ρούγα. Έτσι, και αφού το εσκέφτηκε, αποφάσισε να ΄βρει μία τρούπα
[14] να κοιμηθεί. Έκοψε καμπόσα αρείκια και καμπόσες μαγκούφες και σαν το αγρίμι ετρούπωσε μες το σωρό, εζεστάθηκε κι αποκοιμήθηκε στη σπηλιά.
Εκοιμήθηκε πολύ βαριά, λιγωμένος
[15] όπως ήτουνα από το προβάτημα και από το φορτίο με τα ψώνια και είδε λέει ένα παράξενο όνειρο:
Μία κουστωδία από σορντάδους
[16] επέρναε όξω από την τρούπα που εκοιμότουνα. Ήτουνα ο αρχισόρνταδος με τσου δώδεκα υποταχτικούς του. Γλέπετε, οι σορντάδοι γυρίζουνε
[17] πάντα δεκατρείς.Τηράνε
[18]οι διαόλοι στη ντρούπα και γλέπουνε το Γκυριάκο.
- Τι είναι τούτο; Λέει ο καπετάνιος.
-
Ένα τσοκλάνι
[19]. Κοιμάται το βλαμμένο μες στην τρούπα και μες στα κλαρία, λέει ένας άλλος σόρνταδος.
- Τι να του κάμουμε; Λέει ένας άλλος.
- Να το σουγλίσουμε και να το ψήσουμε σιγά σιγά στη φωτία, λέει ένας τρίτος.
-
Μην το ΄γγειάτε
[20], λέει ο αρχηγός. Σας έκαμε τίποτσι;
- Μα δε γένεται να το αφήκουμε ήσυχο και να φύγουμε, λέει ένας τέταρτος. Κάτι πρέπει να του κάμουμε .
- Εγώ λέω να του βγάλω το ένα μάτι, πετιέται ένας άλλος.
Οι διαόλοι εκάμανε συνέδριο και ο καθένας ίλεγε τι φοβερά και τρομερά πράματα ίπρεπε να του κάμουνε, αλλά στο τέλος ακούσανε τον αρχηγό τσου που ίλεγε να φύγουνε και να μην το πειράξουνε. Εκινήσανε το λοιπό να φύγουνε, εμαώξανε
[21] τα κέρατά τσου και τση ορές στσου, αλλά ένού από δαύτσου
[22] δεν εβάσταγε η καρδία του να μην το πειράξει.
Έκαμε ομπρός-πίσω κρυφά, επήρε ένα φυλλαράκι από το αρείκι, που είναι σα μία μικρή πρόκα, κάνει μία έτσι και το χώνει μες το αριστερό πόδι του Κυριάκου.
(Εδώ η διήγηση συνοδεύτηκε από μια παραστατικότατη απομίμηση των «γεγονότων», τόσο άψογη και ξαφνική που μας έκαμε να πεταχτούμε όλους με φωνές και τσιρίγματα.).
Ύστερα, εγύρισε τρέχοντας στην παρέα του, για να μην τονε καταλάβει ο μεγάλος και αγριέψει και τονε βαρέσει
[23], και ετσακιστήκανε ούλοι και εσκαπετήσανε
[24].
Την αυγή, εξύπνησε ο Κυριάκος και ανακλαδίστηκε. Εθυμήθηκε το όνειρο και εγέλασε μοναχός του. Κάνει να σηκωθεί και να φύγει, αλλά πού τέτοιο πράμα. Τρώει μία σκουλουμπούρθα
[25] για
[26] δεν όριζε το πόδι του, ήτουνα ένα κομμάτι ξύλο
[27] και δεν εμπόρειε να ν το κουνήσει.
Για να μην τα πολυλογάμε, ένας χωριανός με ένα κάρο επέρναε από δεκεί και το επήρε το παιδί και το ίφερε στο χωρίο.
Οι γέροι του, εκάμανε οι έρμοι ότι εμπόρειανε για να το γειάνουνε, μα τίποτσι.
Τι σε παπάδες, τι σε μάγους, τι σε γιατρούς δεν το επήανε
[28]; Τίποτσι, λέω. Κουλό το παιδί.
Μία μέρα όμως, εδεκεί που το ΄χανε πάει σ΄ένα μοναστήρι και το ετήραε ένας καλόερος, ήρθε η η κουβέντα στο όνειρο που είδε το παιδί. Αμέσως ο καλόερος ετινάχτηκε σα να ντον ετσακάνισε
[29] σκορπέος και αρχίνισε να ν το ρωτάει για το όνειρο. Το παιδί επαραξενεύτηκε γιατί δεν εκαλοθυμότανε κιόλας μετά από τόσον καιρό.
- Μα δέσποτα, το πόδι μου τήραξε, τι δουλειά έχεις τώρα με το όνειρο εκειό;
-
Ά τα έρμα τα νειάτα, καλά είναι, μα τρέχουνε και δε συλλογιούνται. Μη βιάζεσαι παιδάκι μου, και πές μου ευτούνο που σε ρωτάω. Μα τον άγιο
[30]- μεγάλη η χάρη του- κάτι ξέρω που στο λέω. Κάμε υπομονή και πες μου.
Ερώταε συνέχεια πόσοι ήτουνα οι σόρνταδοι, και μήπως ευτός που τον επείραξε ήτουνα ο 13ος. Το παιδί εσκέφτηκε καλά και του ΄πε ότι έτσι ήτουνα. Του λέει το λοιπό ο καλόερος :
- Καλά το εκατάλαβα παιδάκι μου. Ευτούνο που είδες δεν ήτουνα όνειρο, ήτουνα αλήθεια, και συ δεν εκοιμόσουνα, έτσι σου εφάνηκε. Ευτούνοι οι σόρνταδοι μάθε, βγαίνουνε περίπολο μία φορά το χρόνο και πάντοτες κάνουνε το ίδιο δρομολόγιο. Δε μπορούνε να πειράξουνε κανένανε άμα δε θέλει ο αρχηγός στσου. Αφού μου λές ότι είπε να μη σε πειράξουνε, δεν ίπρεπε να σε πειράξουνε. Αλλά πάντα εκειός ο τελευταίος, ο 13ος, δεν ακούει, και κάνει άλλα από εκειά που τσου λέει ο αρχηγός στσου.
- Και τώρα δέσποτα; Λέει με αγωνία η μάνα του Κυριάκου. Τι θα κάμουμε τώρα;
- Μη φοβάσαι κυρά μου, και άμα κάμετε ακριβώς ετούτα που θα σας πώ, ούλα θα γίνουνε όπως ήτουνα.
-
Και το λές, δέσποτα
[31]; Πες μας και μη σε νοιάζει. Θα κάμουμε όπως πείς.
-
Ναι, αλλά πρέπει να γένει ότι πω και όπως το πώ. Τίποτα δεν θα κάμει του κεφαλιού του. Άγκουρμάσου
[32] με καλά παιδάκι μου:
Πρέπει κλείνοντας ο χρόνος, την ίδια μέρα, να ματαπάς στην ίδια τρούπα, να βάλεις πάλι κλαρία και να πέσεις για ύπνο, όταν έρθει η ώρα, αλλά μην κοιμηθείς, να κάνεις ότι κοιμάσαι. Πρόσεξε έρμο μου μη σε πάρει ο ύπνος, εκαήκαμε! Οι σόρνταδοι θα βγουνε πάλι για το περίπολό τσου και θα περάσουνε πάλι από τη σπηλιά σου και θα σε ιδούνε. Όταν τσου ιδείς και σύ, θα τσου αφήκεις να λένε ότι θένε χωρίς να σκιάζεσαι. Και κεί που θα λένε τούτο τσου και τ΄άλλο τσου, θά ΄βρεις την ευκαιρία και θα πεταχτείς απάνου και θα μιλήσεις. Μη σκιαχτείς, κι άμα σου πεί κανείς τσου τίποτσι
[33], εσύ θα πεις ότι θες να μιλήσεις στον πρώτονε. Έτσι και θα γίνει, θα σε πάνε στον καπετάνιο και θα σε ρωτήσει τι θες. Εσύ θα ντου πεις ότι επέρσι ο 13
ος από την κουστωδία του σε επείραξε , κι ας είχε πει η αφεντιά
[34] του να μη σε πειράξουνε. Πήαινε
[35], και θα γειάνεις. Ησύχασε και πρόσεχε τι σου ΄πα. Να ν τα θυμάσαι ούλα ακριβώς και να ν τα κάμεις χωρίς να ξαστοχήσεις τίποτσι.
Έτσι κι έκαμε ο Κυριάκος. Την ώρα που οι σόρνταδοι αρχινίσανε τη συνεδρίαση για το τι θα του σκαρώσουνε, εκειός πετιέται ορθός και λέει στον καπετάνιο :
- Τι σας έκαμα και θέτε να με βασανίσετε;
- Τίποτσι, λέει εκειός. Μα γιατί μας μιλείς; Οι αθρώποι δε μιλούνε με μας, σκιάζουνται μη τζου πάρουμε τη μιλιά.
- Σας μιλώ γιατί ένας από τσου υποταχτικούς σου την άλλη βολά μου ΄βαλε ένα φύλλο στο πόδι και με κούτσανε ενώ η αφεντιά σου είπες να μη με πειράξετε.
- Τι ; Και ποίος σε επείραξε;
- Ετούτος, λέει το παιδί και του τονε δείχνει.
Αγριεύει ο καπετάνιος και μπάμ! δίνει μία φουσκιά
[36] εκεινού που τούδειξε το παιδί, γιατί δεν τονε άκουσε κι έκαμε του κεφαλιού του. Μετά τονε διατάζει να βγάλει αμέσως το χάτσαλο από το πόδι του παιδιού. Έτσι κι έγινε.
Ύστερα από ούλη ευτούνη τη διαδικασία και τση τσιριμόνιες, οι σόρνταδοι ετσακιστήκανε κι επήανε στο αφεντικό τσου.
Την αυγή με την άρμπα ο Κυριάκος χαρούμενος και με ύγειο το πόδι του, επήε στσου γέρους του, που εκοντεύανε να σκάσουνε από την αγωνία τσου. Εκείνοι επήρανε τέτοια χαρά που δε λέγεται.
Την άλλη μέρα, επήρανε τη ρούγα και με το παιδί επήανε στο μοναστήρι να πούνε τα νέα του καλογέρου. Εκειός ευχαριστημένος που έβγαλε καλή απόφαση, έστριψε τα μουστάκια του και … ζήσανε φτούνοι καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
Ο Ντάντος ετελείωσε την ιστορία του κι εμείς σκουντουφλώντας από τη νύστα και σκουπίζοντας τα δάκρυά μας από την καπνούρα, επήραμε το δρόμο για τα παγωμένα κρεβάτια μας.
[1] Η κουζίνα. Ήτανε ο χώρος που κατά 90% συγκέντρωνε την καθημερινή δραστηριότητα της οικογένειας. Στο κυρίως σπίτι απαγορευότανε να μπαίνουν τα παιδιά για να μη προξενούν ακαταστασία. Η γωνιά λοιπόν ήτανε ένα μικρότερο σπίτι δίπλα στο κύριο με όλα τα χρειώδη: Ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες κάνα δυο σκαμνιά, την πιατοθήκη στον τοίχο και σε μια άκρη την πυροστιά για τη φωτιά. Για νεροχύτες και βόθρους δεν γινότανε κουβέντα, τα πιάτα πλενότανε έξω στην αυλή όπως και τα ρούχα.
[2] Οι ρεμπάρκες ήταν παιδική ενδυμασία, ιδιοκατασκευή της μοναδικής μοδίστρας του χωριού. (Περισσότερα στο γλωσσάρι της εισαγωγής)
[3] Τα τσαρούχια για τα οποία μιλώ δεν είχαν καμιά σχέση με κείνα που βλέπουμε να φορούν στις παρελάσεις και στα χορευτικά οι τσολιάδες. Τα δικά μας δεν είχαν γυριστή μύτη ούτε φούντα. Ήταν καμωμένα από χοντρό και σκληρό δέρμα για να μη χαλάνε και η σόλα τους ήταν καμωμένη από κάποιο πεταμένο ελαστικό αυτοκινήτου, που όταν τα φορούσες, έπαιρνε το σχήμα του μισοφέγγαρου και το πέλμα αναγκαστικά προσαρμοζόταν σ΄αυτή την επώδυνη στάση. Όταν ο τσαγκάρης τελείωνε την παραγγελία και τα έδινε στον πελάτη, είχαν ήδη πάρει γυριστό σχήμα και έτσι δικαιολογούσαν το όνομά τους. Τα τσαρούχια αυτά ήταν αρκετά διαδεδομένα και στα άλλα χωριά επειδή είχαν δύο σημαντικά προσόντα : Ήτανε φτηνά και δεν χάλαγαν ποτέ. Βεβαίως μέσα από τα τσαρούχια ελάχιστοι φορούσαν κάλτσες και συνέπεια της επαφής του γυμνού ποδιού με το δέρμα και το λάστιχο ήταν η ανάλογη δυσωδία.
[4] Από το Κώστας (Κωσταντής – Ντίνος - Ντάντος)
[5]έναν πάπουζα=έναν τσαλαπετεινό
[7] το γεροντοπαίδι είναι το παιδί που οι γονείς του το απόκτησαν σε προχωρημένη ηλικία και δεν έχουν για το λόγο αυτό τον καιρό να αποκτήσουν άλλο παιδί μετά από αυτό. Εκτός αυτού είναι και σχετικά αφύσικο γεγονός. Ο λαός μας πιστεύει ότι είναι κακό οι γονείς να τεκνοποιούν σε μεγάλη ηλικία. Τέτοια παιδιά συνήθως –λένε- έχουν πολλές αρρώστιες και τους συμβαίνουν πολλά παράξενα.
[8] αχάραγο (πριν το χάραμα)
[9] καλιτσούρι ή καλιτσούρα είναι ένας τρόπος μεταφοράς του μικρού παιδιού : Βάζει κανείς το παιδί στο σβέρκο του με τα πόδια του να κρέμονται δεξιά και αριστερά. Αν το παιδί είναι σχετικά μεγάλο, τότε κρεμιέται με τα χέρια του από το λαιμό του μεταφορέα και αγκαλιάζει τη μέση του με τα δύο του πόδια, που τα κρατάει και ο μεγάλος και έτσι μπορεί να γίνει η μεταφορά με ασφάλεια.
[10] Το τελευταίο γινότανε μόνο σε περίπτωση που κάποιο παιδάκι ήταν ανάγκη να πάει στη χώρα (για το γιατρό λόγου χάρη).
[16] σόρνταδος= οξαποδώ, διάβολος, κακό πνεύμα (προφανώς κακή ανάμνηση της ζακυνθινής γλώσσας από τους ιταλούς κατακτητές -soldato=στρατιώτης)
[17] περιφέρονται, εμφανίζονται
[18] κοιτούν, παρατηρούν (τηράω=παρατηρώ, κοιτάζω)
[22] από δαύτους=από αυτούς
[27] το πόδι του δεν το ένοιωθε, ήταν σαν ένα κομμάτι ξύλο.
[30] Αυτός ο όρκος στη Ζάκυνθο είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο αξιοσέβαστος. Όταν μάλιστα ακούγεται από χείλη ιερωμένου, είναι σαν συμβόλαιο. Κανείς δεν αψηφά το όνομα του πολιούχου του νησιού, του Αγίου Διονυσίου.
[31] Είναι ευνόητο, δεν είναι ανάγκη να μας το ζητάς.
[32] ακροάσου, στήσε καλά αυτί.`
[33] αν κάποιος σε απειλήσει
[34] Ο ιερωμένος δεν βρίσκει εύκολα χαρακτηριστική λέξη για τον αρχηγό της διαβολοπαρέας.